στρατηλάτις

στρατηλάτις
-ιδος, ἡ, Α
βλ. στρατηλάτης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • στρατηλάτης — ο, ΝΜΑ, και θηλ. στρατηλάτις, ιδος, Α ηγέτης στρατού, στρατηγός, ανώτατος διοικητής στρατού νεοελλ. 1. διοικητής στρατού σε νικηφόρο πόλεμο 2. στρατηγός με πολλές νίκες στο ενεργητικό του («ὁ Μέγας Αλέξανδρος υπήρξε μεγάλος στρατηλάτης») αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”